- κλίκα
- η1. ομάδα ατόμων τα οποία περιστοιχίζουν με κολακείες ισχυρό πρόσωπο με σκοπό την προαγωγή τών συμφερόντων τους2. άτομα αλληλοϋποστηριζόμενα για επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clique < cliquer «χειροκροτώ»].
Dictionary of Greek. 2013.